καλλιαστράγαλος

καλλιαστράγαλος
καλλῐαστράγᾰλος [pron. full] [ᾰγ], ον,
A with fine ankle, Arist.HA499b22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλλιαστράγαλος — καλλιαστράγαλος, ον (Α) αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + αστράγαλος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιαστράγαλον — καλλιαστράγαλος with fine ankle masc/fem acc sg καλλιαστράγαλος with fine ankle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”